κηρυκίδαι

κηρυκίδαι
κηρυκ-ίδαι,
A v. κῆρυξ 1.1a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κηρυκίδαι — Κηρυκίδαι, οἱ (Α) (κατά τον Φώτ.) ονομασία ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / αι] …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”