κηρυκίδαι
Look at other dictionaries:
Κηρυκίδαι — Κηρυκίδαι, οἱ (Α) (κατά τον Φώτ.) ονομασία ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / αι] … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek